Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληλοσκοτώνομαι [aliloskotónome] Ρ1β (συνήθ. πληθ.) : για πρόσωπα ή για ομάδες που συμπλέκονται και έχουν θύματα και από τις δύο πλευρές.
[λόγ. αλληλο- + σκοτώνομαι μτφρδ. γαλλ. s΄entretuer]