Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλοσκοτωμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληλοσκοτωμός ο [aliloskotomós] Ο17 : η ενέργεια αυτών που αλληλοσκοτώνονται.

[λόγ. αλληλοσκοτω- (δες αλληλοσκοτώνομαι) -μός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλοσκοτωμός [aliloskotomós] ο,
  • killing of one another, mutual slaughter, internecine slaughter (syn αλληλοκτονία):
    • και τα πιο μεγάλα ιστορικά γεγονότα, που συνήθως τα συνοψίζει μια κάποια μάχη, δηλαδή ένας ~, δυστυχώς ή ευτυχώς δεν αποτυπώνονται στο τοπίο (Karantonis)

[cpd w. σκοτωμός or der of αλληλοσκοτώνονται]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες