Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληλοπαθής -ής -ές [alilopaθís] Ε10 : (γραμμ.) που δηλώνει αλληλοπάθεια: Aλληλοπαθείς αντωνυμίες, που φανερώνουν πως δύο ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούν και παθαίνουν αμοιβαία, π.χ. ο ένας τον άλλο / η μία την άλλη κτλ. Aλληλοπαθή ρήματα, που φανερώνουν μια όμοια ενέργεια δύο ή περισσότερων υποκειμένων, η οποία πηγαίνει από το ένα στο άλλο, π.χ. «Tα αδέρφια αγαπιούνται».
[λόγ. αλληλο(πάθεια) -παθής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλοπαθής, -ής, -ές [alilopaθís] usu pl αλληλοπαθείς, -είς, -ή
- influencing one another
- ⓐ gramm reciprocal:
- αλληλοπαθείς αντωνυμίες reciprocal pronouns |
- αλληλοπαθή ρήματα reciprocal verbs
[fr K *ἀλληλοπαθής, cpd w. πάθος]