Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλοδιάδοχα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλοδιάδοχα [alilo∂iá∂oxa] adv
  • one after the other, consecutively, alternatively (syn αλλεπάλληλα, αλληλοδιαδόχως, απανωτά):
    • τα ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας μάς μιλάνε ~ στην καθαρεύουσα, καμιά φορά και στη δημοτική, όλο και περισσότερο όμως στη μικτή (Peponis) |
    • ο άνθρωπος περνάει ~απ' την τήξη μέσα στον ωκεανό του κοινωνικού συνόλου στην πήξη της ατομικής δημιουργίας για να ξαναγυρίση αμέσως ύστερα στο σύνολο (Kasimatis) |
    • ~ διάφορες προσωπικότητες των γραμμάτων εκθέτουν ό,τι απομένει σ' ενέργεια από τα παρελθόντα της ανθρωπότητας στη σύγχρονη φιλολογία (Papatsonis) |
    • βλέπομε ~ στιγμές μακαριότητας και πείσμονος αισιοδοξίας που τις ακολουθούν φοβερές μεταπτώσεις (id.)

[der of αλληλοδιάδοχος; cf L αλληλοδιαδόχως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες