Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληλογραφώ [aliloγrafó] Ρ10.9α : έχω αλληλογραφία με κπ., ανταλλάσσω επιστολές: ~ τακτικά με τους φίλους μου στο εξωτερικό. Aλληλογραφούμε σπάνια, γιατί επικοινωνούμε τηλεφωνικά.
[λόγ. < μσν. αλληλογραφώ `συντάσσω από κοινού΄ < αλληλο- + -γραφώ σημδ. γαλλ. correspondre]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλογραφώ [aliloγrafó] αλληλογραφείς, ipf αλληλογραφούσα (L)
- exchange letters, correspond (w.) (syn έχω αλληλογραφία με κ., near-syn επιστολογραφώ):
- ~ με το σπίτι μου, με την αδελφή μου, με το φίλο μου |
- αλληλογραφούσε στο εξής σαν αρχηγός με τα στοιχεία A.M. κι άλλοτε με το ψευδώνυμο Aρμόδιος (Melas) |
- η κυρία Φ. έχει το δικαίωμα ν' αλληλογραφή μαζί της μ' ένα καλαθάκι που ανεβοκατεβαίνει από ένα παράθυρο (id.) |
- μεγάλος επιχείρησε να γίνη ο Tσβάικ αλληλογραφώντας με τους μεγάλους· από παιδί είκοσι χρονών αλληλογραφούσε με τον Tολστόι· μεγαλομανία (Athanasiadis-N)
[fr ByzG αλληλογραφώ (pap, 6th c. AD), der of αλληλογράφος]
- exchange letters, correspond (w.) (syn έχω αλληλογραφία με κ., near-syn επιστολογραφώ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλογραφών [aliloγrafón] ο, pl αλληλογραφούντες οι, (L)
- correspondent
[prp of αλληλογραφώ]