Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληλογραφία η [aliloγrafía] Ο25 : 1.επικοινωνία μεταξύ δύο προσώπων που γίνεται με ανταλλαγή επιστολών: Έχω / διατηρώ με κπ. τακτική / πυκνή / αραιή ~. Kόβω / διακόπτω την ~. Tο τηλέφωνο έχει αντικαταστήσει την ~. Iδιωτική / προσωπική / ερωτική ~. Επίσημη / υπηρεσιακή ~, έγγραφα που ανταλλάσσουν ή στέλνουν δημόσιες αρχές ή υπηρεσίες. Διπλωματική ~. Εμπορική ~, ειδικός τύπος αλληλογραφίας ανάμεσα σε εμπορικούς οίκους. Στήλη αλληλογραφίας, σε εφημερίδα ή περιοδικό, όπου δημοσιεύονται επιστολές αναγνωστών προς τη διεύθυνση, με θέματα γενικού ενδιαφέροντος. Mαθήματα λογιστικών / ζωγραφικής με ~. H απεργία των ταχυδρομικών καθυστέρησε τη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας. 2. το σύνολο των επιστολών: α. που έχουν τον ίδιο παραλήπτη: Kάθε πρωί παίρνει και διαβάζει την ~ του. β. που έχουν ανταλλάξει δύο πρόσωπα: Kυκλοφόρησε ο τόμος με την ~ του Θεοτοκά και του Σεφέρη.
[λόγ. < μσν. αλληλογραφία `διαλογική σύνθεση΄ κατά τη νεότ. σημ. του αλληλογραφώ < αλληλογραφ(ώ) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλογραφία [aliloγrafía] η, (L)
- ① exchange of letters, correspondence, letter writing (syn επιστολογραφία):
- είδη αλληλογραφίας correspondence materials |
- χαρτί αλληλογραφίας letter paper |
- τακτική ~ |
- ιδιωτική ~ |
- επίσημη ~ |
- εμπορική ~ |
- ~ μεταξύ υπηρεσιών or δημοσίας υπηρεσίας official correspondence |
- φιλολογική ~ philological correspondence |
- μυστική ~ |
- ερωτική ~ |
- αραιή ~, πυκνή ~, ατέλειωτη ~ |
- αρχίζω or πιάνω ~ με κ. enter into correspondence w. s.o. |
- διατηρώ ~ με κ. keep up correspondence w. s.o. |
- κόψαμε την ~ από τότε που μαλώσαμε |
- για ένα δυο μήνες είχαν πυκνή και θερμότατη ~ (Xenop) |
- μου χρειάζεται να πάρω γραμματικό· έχω πολλή ~ (Rotas) |
- (ο Γερ. Παλλαδάς) είχε ~ με τον κύκλο του Γεράσιμου Bλάχου (Dimaras)
- ② a bunch of letters and other messages (syn επιστολές, γράμματα):
- ήρθε η ~ |
- διαβάζω την ~ μου |
- ο ανακριτής κατέσχε την ~ του κατηγορουμένου
[fr MG αλληλογραφία 'writing of amoeboean poems' (Eustathius), der of αλληλογράφος]
- ① exchange of letters, correspondence, letter writing (syn επιστολογραφία):