Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληλεξάρτηση η [alileksártisi] & αλληλοεξάρτηση η [aliloeksártisi] Ο33 : αμοιβαία εξάρτηση προσώπων, φαινομένων ή καταστάσεων: H ~ γονιών και παιδιών. Yπάρχει μια ~ μεταξύ βιομηχανικής και γεωργικής ανάπτυξης.
[λόγ. αλληλ(ο)-, αλληλο- + εξάρτη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. interdé pendance]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλεξάρτηση [alileksártisi] η, & less freq αλληλοεξάρτηση, gen αλληλεξάρτησης & αλληλεξαρτήσεως, pl αλληλεξαρτήσεις (L)
- mutual dependence, interdependence, correlation:
- ~ των ατόμων, ~ των κρατών |
- ~ των τεχνών |
- ~ των κοινωνικών και άλλων φαινομένων |
- ~ σκέψεως και γλώσσας |
- αλληλεγγύη και ~ |
- ~ συμφερόντων |
- αλληλοεξάρτηση των οργάνων correlation of organs |
- η ~ των λαών εντείνεται |
- καλλιτεχνική και μορφική ~ πεζογράφων και ποιητών |
- στο θέατρο υπάρχει μια αλυσίδα αλληλεξάρτησης των μεν από τους δε |
- η ~ του πρακτικού και του θεωρητικού |
- απόλυτη ~ ελληνικής φύσεως, αίματος και πνευματικής παραδόσεως |
- διεθνής ~, e.g. το αεροπλάνο εκφράζει και άλλα και τις διεθνείς αλληλοεξαρτήσεις μας |
- η ~ των επιμέρους κλάδων της φιλοσοφίας |
- ένα από τα γενικότερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ζωής είναι η αλληλοεξάρτηση όλων των παραγόντων της (Georgoulis) |
- ο κόσμος αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο και τα μέρη του βρίσκονται σε στενή ~ (Lambridi) |
- η ζωή των άλλων επηρεάζει τη ζωή του ατόμου, δουλεύει σ' αυτήν την ~ (Tsatsos) |
- η ~, η συνεργασία, ο συνασπισμός είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση του κοινού σκοπού (Papanoutsos) |
- διαμορφώνονται ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις πολύπλοκες αλληλεξαρτήσεις, αλληλεπιδράσεις και κοινότητες συμφερόντων (Theotokas) |
- η πνευματική μας ~ με τη Δύση είναι μια ατράνταχτη πραγματικότητα της ύπαρξής μας (id.) |
- η πεζογραφία βρίσκεται σε ~ με τη γύρω της κοινωνία (Charis) |
- όλα τα στοιχεία που αποτελούν τη γλώσσα (τυπικό, σύνταξη, περιοδολογία κλ) βρίσκονται σε απόλυτη ~ (Kakridis) |
- υπάρχουν οι τρεις βασικές αρετές σε ~ μεταξύ τους, αλλά όχι ομοιότροπα και οι τρεις (Despotop) |
- σ' ένα σύγχρονο πρόγραμμα αναγνωρίζεται η αλληλοσυσχέτιση και ~ των γλωσσικών μαθημάτων (Geros)
[neol, cpd w. εξάρτησις]
- mutual dependence, interdependence, correlation: