Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλενέργεια [alilenéryia] η, (L)
- mutual influence (syn in αλληλεπενέργεια):
- μεταξύ των δύο στοιχείων υπάρχει μια αλληλεξάρτηση, μια ~, ένας διάλογος (Tsatsos) |
- υπάρχει ~ ανάμεσα στον λόγο και στην σκέψη (Dimaras) |
- (στη Δαμασκό) το τζαμί των Oμμεϋδών εκφράζει τη διαδοχή και την ~ των πολιτισμών της Συρίας (Theotokas)
[neol, cpd w. ενέργεια; cf αλληλεπενέργεια]
- mutual influence (syn in αλληλεπενέργεια):