Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληλεγγύη η [alilengíi] Ο30 : το ηθικό καθήκον της αλληλοβοήθειας, της υποχρέωσης που έχουν τα μέλη μιας ομάδας να υποστηρίζονται και να ενισχύονται αμοιβαία: Ο συνδικαλισμός στηρίζεται στην επαγγελματική ~. Aπεργούν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους συναδέλφους τους που διώκονται. || (επέκτ.) συμπαράσταση: Ο λαός έδειξε την ~ του στους πρόσφυγες.
[λόγ. < ελνστ. ἀλληλεγγύη `αμοιβαία εγγύηση΄ σημδ. γαλλ. solidarité]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλεγγύη [alileŋɟíi] η, (L)
- mutual guarantee (of support and aid), solidarity, goodwill:
- συναδελφική or επαγγελματική ~ esprit de corps |
- από ~ in sympathy w. |
- σε ~ με το κίνημα in solidarity w. the people's movement |
- ~ ανάμεσα στους ανθρώπους |
- κοινωνική ~ |
- οικογενειακή ~ |
- εθνική ~ |
- ~ των λαών |
- παράδειγμα ανθρώπινης αλληλεγγύης |
- όλα δικά σας τα θέλετε, δεν έχετε πνεύμα αλληλεγγύης; (Iatridi) |
- οι γυναίκες έχουν ένα είδος αλληλεγγύης, συνδέονται από ένα πνεύμα συναδελφότητος (Kontogiannis) |
- δημιουργήθηκε η διεθνής ~ του κεφαλαίου και η διεθνής ~ της εργατιάς (Tsatsos) |
- οι Σταυροφορίες αποτελούν μιαν απαρχή της αλληλεγγύης των Eυρωπαίων (Evelpidis) |
- θεωρείται στερημένος από αισθήματα αλληλεγγύης (Papanoutsos) |
- ο συγγραφέας πρέπει να αισθάνεται ~ με το λαό του, να πάσχη μ' αυτόν (Theotokas) |
- μοιάζαμε να έχουμε απόλυτη ~ με τα φασιστικά καθεστώτα (Seferis)
[fr ByzG ← K ἀλληλεγγύη]
- mutual guarantee (of support and aid), solidarity, goodwill: