Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλένδετα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλένδετα [alilén∂eta] adv
  • in mutual connection and dependence, interconnectedly, interdependently

[der of αλληλένδετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες