Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλέγγυα [aliléŋɟia] adv
- in joint liability, jointly:
- είναι αστικά και ~ υπεύθυνοι να επανορθώσουν εντελώς κάθε ζημιά (Christidis EΣ) |
- η σωτηρία έρχεται όχι από το Mεσσία παρά από την πράξη κάθε ατόμου χωριστά κι ~ όλης της ράτσας (Kazantz) |
- συμφωνούμε και ενώνουμε τους εαυτούς μας επίσημα και ~ ενώπιον του Θεού και αλλήλων (transl fr English by Kanellop)
[der of αλληλέγγυος; cf ByzG 'by mutual pledge' & kath αλληλεγγύως]
- in joint liability, jointly: