Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλάδερφος [alilá∂erfos] ο, (& αλληλαδερφός & αλλάδερφος Epirus & μηλάδερφος & μηλαδερφός) region. [P
- eloponn., Sterea, Epirus, Maced., Ionian islands, Thrace] half brother (syn L ετεροθαλής αδερφός):
- gnom αλλαδερφός μ' αλλαδερφό μεγάλοι δε συγκάνουν [fr K *àλληλάδερφος, cpd of àλλήλων & àδελφός; [alá∂erfos] by haplology; [milá∂erfos] fr *
[liláerfos] by dissim of l-l m-l]
- eloponn., Sterea, Epirus, Maced., Ionian islands, Thrace] half brother (syn L ετεροθαλής αδερφός):