Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληθώρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληθώρισμα το [aliθórizma] Ο49 : το να αλληθωρίζει κάποιος. 1. το βλέμμα του αλλήθωρου. 2. (μτφ., οικ.) βλέψεις ή επιθυμίες που ξεφεύγουν από αυτό που είναι αποδεκτό ή αναμενόμενο.

[αλληθωρισ- (αλληθωρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες