Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληθωρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληθωρίζω [aliθorízo] Ρ2.1α : 1.για κπ. του οποίου το ένα ή και τα δύο μάτια παρουσιάζουν απόκλιση από τον παράλληλο άξονα, με συνέπεια να φαίνονται σαν να είναι στραμμένα σε διαφορετικές κατευθύνσεις· πάσχω από στραβισμό: Aλληθωρίζει (από το δεξί / από το αριστερό μάτι). || Aλληθωρίζει το μάτι, παρουσιάζει απόκλιση. || (έκφρ., πειραχτικά) ~ από την έκπληξη / από την πείνα κτλ., όταν το βλέμμα παίρνει μια παράξενη έκφραση εξαιτίας κάποιου έντονου συναισθήματος ή αισθήματος. 2. (μτφ., οικ.) έχω βλέψεις, επιθυμίες ή ενδιαφέροντα για κτ. που είναι έξω από τα προκαθορισμένα και τα αποδεκτά: Είναι πιστός σύζυγος, πού και πού όμως αλληθωρίζει, δείχνει ενδιαφέρον για άλλες γυναίκες. Tελευταία άρχισε να αλληθωρίζει προς τα δεξιά / αριστερά, για κπ. που δείχνει συμπάθεια ή διάθεση συνεργασίας με αριστερά / δεξιά κόμματα. ΠAΡ Mε στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ΄ αλληθωρίσεις, για να δηλώσουμε ότι οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν.

[αλλήθωρ(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες