Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληγορικός -ή -ό [aliγorikós] Ε1 : που έχει σχέση ή που εκφράζεται με αλληγορία: ~ μύθος. Aλληγορική εικόνα. Aλληγορικό ποίημα.
αλληγορικά ΕΠIΡΡ: Ο Xριστός πολλές φορές μιλούσε ~. [λόγ. < ελνστ. ἀλληγορικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληγορικός, -ή, -ό [aliγorikós] (L)
- expressed in allegory, allegorical:
- αλληγορική παράσταση, αλληγορική σύλληψη |
- αλληγορική εικόνα |
- ~ μύθος |
- αλληγορικό πρόσωπο, αλληγορική μορφή |
- ο Ίψεν δεν ήταν ~ |
- ~ κόσμος |
- αλληγορικές εμπνεύσεις |
- αλληγορικές ιστορίες |
- αλληγορικό κείμενο (αφιέρωσης) |
- αλληγορικό έργο, αλληγορικό δράμα, αλληγορικό μυθιστόρημα |
- αλληγορικά ποιήματα |
- ποιήματα με καθαρά αλληγορικό χαρακτήρα (Dimaras) |
- αλληγορική σύνθεση τραγουδιού |
- τοιχογραφία γεμάτη φιγούρες ... αλληγορικές και αντιπροσωπευτικές (Melas) |
- (την παρουσία του Λόγου του Θεού) τη διατύπωσε ο Iησούς με τα αλληγορικά του λόγια προς τη Σαμαρείτιδα (Pallas) |
- αλληγορική σημασία του φωτός στη χριστιανική θρησκεία |
- αλληγορικό νόημα, αλληγορικό ύφος |
- ο αλληγορικός ηδονισμός |
- ένα έργο του γλύπτη, την καθιστή γυμνή γυναίκα, μιαν αλληγορική ενσάρκωση της αρχιτεκτονικής (Kanellop) |
- αλληγορική ερμηνεία της ζωής και της φύσεως |
- αλληγορική μέθοδος ερμηνείας |
- βλέπει στο γράμμα την αλληγορική έκφραση της αλήθειας που αναζητά (Tatakis) |
- poem και τους μιλά μέσα σ' αντίφεγγα κ' ερέβη | σύμβολα αλληγορικά σαν την Πυθία (Malakasis) |
- κ' εκείνος με μια φράση του πομπώδικη, αλληγορική | την πράξη της Mαγδαληνής την είπε ευλογημένη (Skipis)
[fr K, PatrG ἀλληγορικός]
- expressed in allegory, allegorical: