Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληγορικά [aliγoriká] adv
- ① allegorically (syn με αλληγορία):
- ο ποιητής τον πόθο του τον εκφράζει ~ (Chourmouzios) |
- η κατασκευή ολόκληρη ταυτίζεται ~ με μία μορφή που βρίσκεται σε δράση (Kanellop) |
- βάζει τον Aλμπέρτι να ερμηνεύει ~ την Aινειάδα του Bεργιλίου (id.) |
- το κουκλοθέατρο χρησιμοποιείται, για να δίνη παραστατικά και να πετυχαίνη ~ το σκοπό του (Loukatos)
- ② w. vague wording, w. hints, figuratively (syn αινιγματικά):
- σας μιλάει ~ |
- το λένε ~ για όσους επικαλούνται ό,τι έκαμαν, για να δικαιολογήσουν την τεμπελιά τους |
- σε ρώτησα τι έκαμες τα λεφτά και συ μου απαντάς ~ |
- για να μιλήσωμε κάπως ~, ο Pούπας ήταν ένα όστρακο κολλημένο από χρόνια στα πλευρά του συμβολικού πλοίου του Παρισιού (Ouranis) |
- έγραψε ένα δραματικό έργο, για να στηλιτεύση ~ την αντίσταση των Aγιασωτών να δεχθούν σανατόριο (id.) |
- δίνεται ~ ο ουσιαστικός καημός της Xιώτισσας (για τη σεξουαλική της στέρηση) (Loukatos)
[der of αλληγορικός; cf kath αλληγορικώς ← K, PatrG]
- ① allegorically (syn με αλληγορία):