Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλεργιολόγος ο [alerjiolóγos] Ο18 θηλ. αλλεργιολόγος [alerjiolóγos] Ο35 : (ιατρ.) γιατρός ειδικευμένος στη θεραπεία αλλεργικών παθήσεων: Πρέπει να σε δει ~.
[λόγ. αλλεργί(α) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλεργιολόγος [aleryiolόγos] ο, η, med
- doctor specialist in allergies, allergist
[cpd w. -λόγος]