Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλεργία η [alerjía] Ο25 : 1.παθολογική υπερευαισθησία του ανθρώπινου οργανισμού σε διάφορες ουσίες, που εκδηλώνεται με εξανθήματα, με κνησμό, με βρογχικούς σπασμούς κτλ.: Παθαίνει ~ από τη γύρη των λουλουδιών. Tα τσιμπήματα των κουνουπιών / των μελισσών τής έφεραν ~. Ορισμένες τροφές προκαλούν ~ στα ευαίσθητα άτομα. Φάρμακα που καταπολεμούν την ~. 2. (μτφ., οικ.) έντονη απέχθεια για κπ. ή για κτ.: Aυτός ο άνθρωπος μου φέρνει ~. Παθαίνω ~ όταν τον βλέπω / όταν ακούω αυτή τη μουσική.
[λόγ. < γερμ. Allergie < αρχ. ἄλλ(ος) + αρχ. ἔργ(ον) -ie = -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλεργία [aleryía] η, med
- allergy (syn αφυλαξία):
- παθαίνει ~ |
- τροφική ~ από γάλα |
- συνέδριο αλλεργίας |
- ο οργανισμός του ανθρώπου είναι σήμερα πολύ πιο ευαίσθητος, ενώ πριν ακόμα πενήντα χρόνια οι αλλεργίες και οι περίεργες σημερινές αντιδράσεις του ανθρώπου δεν υπήρχαν (Louros) |
- όταν βρισκόταν μπροστά σε αριστερούς ... πάθαινε κυριολεκτικά ~· ξυπνούσε μέσα του κάπως άκαιρα ο παλιός αρχηγός (Christidis) |
- νοιώθουν ένα είδος οργανικής αποστροφής για το βιβλίο ... · όταν το δουν παθαίνουν κάτι σαν ~ (Terzakis)
[neol, Germ Allergie based on αλλ-εργία bes adj *αλλ-εργής; cf αεργία: αεργής, δυσεργία: δυσεργής, αφιλεργία: αφιλεργής]
- allergy (syn αφυλαξία):