Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλεπάλληλα [alepálila] adv
- successively, repeatedly:
- ο Γαβριήλ ανεβασμένος στα σκαλοπάτια μιας πόρτας την χτυπούσε ~ (MNikolaidis) |
- ~ φιλονικούν οι αρχηγοί των αντίπαλων παρατάξεων και ~ συνέρχονται οι σύνοδοι, για να συζητήσουν (Vacalop)
[der of αλλεπάλληλος]
- successively, repeatedly: