Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλαξοπιστώ [alaksopistó] Ρ10.9α : αλλάζω πίστη, δηλαδή θρησκεία ή δόγμα: Στην Tουρκοκρατία πολλοί χριστιανοί προτίμησαν να μαρτυρήσουν παρά να αλλαξοπιστήσουν. || (επέκτ.) αλλάζω ιδεολογία ή πολιτικές πεποιθήσεις.
[λόγ. αλλαξόπιστ(ος δες στο αλλαξοπιστία) -ώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξοπιστώ [alaksopistó] αλλαξοπιστείς, & αλλαξοπιστίζω, aor αλλαξοπίστησα & αλλαξοπίστισα
- ① intr change one's faith for another, be converted to another religion or sect, renegade (syn αλλάζω πίστη or αίρεση, απαρνιέμαι την πίστη μου, προσχωρώ σε άλλη θρησκεία, γίνομαι αποστάτης οr εξωμότης, ant φυλάω τη θρησκεία μου or την πίστη μου):
- γιατί αλλαξοπίστησε; |
- ήταν χριστιανός κι αλλαξοπίστησε |
- αλλαξοπίστησε όλη η οικογένεια |
- ολόκληρο χωριό αλλαξοπίστησε |
- στα χρόνια της σκλαβιάς πολλοί ρωμιοί της Aνατολής αλλαξοπιστήσανε |
- οι Oθωμανοί νυμφεύονταν χριστιανές με τη βία, χωρίς όμως να τις εξαναγκάζουν να αλλαξοπιστήσουν (Varelas) |
- ο ήρωας αρνείται να υπακούση στον πασά και ν' αλλαξοπιστήση (Melas) |
- ο πατέρας του κ' οι πρόγονοί του εφύλαξαν τη θρησκεία των· κι αυτός με μια φοβέρα θ' αλλαξοπίστιζε; (Kondylakis) |
- αρνήθηκε να υπηρετήση στον τουρκικό στρατό και ν' αλλαξοπιστήση (Kanellop) |
- εφευγάτισε κρυφά τέσσερις χριστιανοπούλες, που εδούλευαν σε κονάκια τούρκικα κ' ήτον κίνδυνος ν' αλλαξοπιστήσουν (Petsalis) |
- κατάντησε τις προάλλες τρεις παπάδες ν' αλλαξοπιστήσουνε, για να σώσουνε την κεφαλή τους (id.) |
- την εκατάφερε (sc την ανήλικη χριστιανή) ν' αλλαξοπιστήση να την κάμη χανούμη του (Prevelakis) |
- folks. ανίσως και σ' απαρνηθώ, ν' αδικοθανατίσω, | σε Tούρκου χέρια να πιαστώ και ν' αλλαξοπιστήσω (Epirus; Passow) |
- poem τώρα οπού έχασαν κάθε ελπίδα και ο εχθρός τούς τάζει να τους χαρίση τη ζωή, αν αλλαξοπιστήσουν, η υστερινή τους αντίσταση τους αποδείχνει μάρτυρες (Solom) |
- κι αλλαξοπίστησε άθελα κι ο πλάτανος | κι ο χριστιανός τον πήρε και τον έκαμε | καμπαναριό (Palam) |
- τι κι αν αλλαξοπίστησαν χωρίς το θέλημά τους; | Bαθιά τους ζει το σπέρμα μου, βαθύτερα ο Θεός μου (Athanas)
- ⓐ fig change one's allegiance, become a turncoat, in politics, culture, private life (syn αλλάζω φρονήματα πολιτικά, πολιτιστικά κλ):
- δεν είχα αλλαξοπιστήσει αισθητικά, δεν είχα γίνει φράγκος (Karantonis) |
- το κόμμα υπέκυψε στον πειρασμό να δεχθή την υποστήριξη του κομμουνισμού, κυριολεκτικώς αλλαξοπίστησε (Tsatsos) |
- αν ο Kονδύλης ένοιωθε κάποτε την όρεξη ν' αλλαξοπιστήση για δεύτερη φορά (i.e. to return to the democratic side fr royalist), δεν ήταν απίθανο να το καταφέρη (Seferis) |
- poem η Iθάκη των νόστων αλλαξοπίστησε, | παντρεύτηκε το γουρλομάτη Πολύφημο (Panagiotou)
- ② trans (mostly αλλαξοπιστίζω region.) change s.o.'s faith, convert s.o. to a different religion (syn του αλλάζω την πίστη, τον κάνω ν' απαρνηθεί την πίστη του και να προσχωρήσει σε άλλη):
- οι φραγκοπαπάδες ξεγελάσανε λαό πολύ κι αλλαξοπίστισαν σόια και σόια (Petsalis) |
- αυτός και οι άνθρωποί του πάνε να μας αλλαξοπιστίσουνε (Bastias) |
- ένας μεγάλος βασιλέας ... καταγένεσαι ν' αλλαξοπιστίσης μίαν χούφτα ανθρώπους (Makryg) |
- folks. πότε ο τούρκος, πότε ο φράγκος τούς αλλαξοπιστίζει
- ⓑ fig turn sth away fr (syn απαλλάσσω):
- δεν ήθελα ν' αλλαξοπιστίσω το νου μου από το βαρύ χρέος που μ' έφερε εδώ (Kazantz)
[der of αλλαξόπιστος]
- ① intr change one's faith for another, be converted to another religion or sect, renegade (syn αλλάζω πίστη or αίρεση, απαρνιέμαι την πίστη μου, προσχωρώ σε άλλη θρησκεία, γίνομαι αποστάτης οr εξωμότης, ant φυλάω τη θρησκεία μου or την πίστη μου):