Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλαξοπιστία η [alaksopistía] Ο25 : αλλαγή θρησκείας ή δόγματος.
[λόγ. αλλαξόπιστ(ος) -ία < αλλαξο- + πίστ(ις) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξοπιστία [alaksopistía] η,
- change of faith, apostasy (syn in αλλαξοθρησκία):
- εκούσια ~ |
- (θεολόγοι του 16. αι.) προσπαθούν ν' αναχαιτίσουν το ρεύμα της αλλαξοπιστίας όχι μόνο με κηρύγματα, αλλά και με ειδικές συγγραφές (Vacalop) |
- θα βρεθούν πολλοί που θα προτιμήσουν το μαρτύριο από την ~ (Milioris) |
- θελήσανε να σταματήσουνε μέχρις ενός σημείου το κακό της αλλαξοπιστίας (id.) |
- εκπληκτική ιστορία της οικογένειας Kορτζά, γεμάτην από ηρωισμούς και αυτοθυσίες, από δραματικές αλλαξοπιστίες κλ (Chatzinis) |
- έγινε και τυπικά πια οπαδός του καθολικού δόγματος. Bέβαια η ~ της αυτή έγινε μυστικά (Palam) |
- poem μες στη μεγαλειώδη του επιείκεια για όλους και για όλα, | σφάλματα κι αλλαξοπιστίες κ' εγκλήματα (Ritsos)
[der of αλλαξόπιστος w. suff -ία; cf αλλαξοθρησκία]
- change of faith, apostasy (syn in αλλαξοθρησκία):