Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξοπατριαρχία [alaksopatriarçía] η,
- change, replacement of a living patriarch:
- συνεχίζονται οι μηχανορραφίες και οι αλλαξοπατριαρχίες (Vacalop)
[cpd of αλλάζω & πατριάρχης w. suff -ία; for the two components cf αλλαξοβασιλίκι]
- change, replacement of a living patriarch: