Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλαξοκαιριά η [alaksokerjá] Ο24 : η αλλαγή του καιρού.
[αλλαξο- + καιρ(ός) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξοκαιριά [alaksocerjá] η,
- change of atmospheric conditions, change of weather (syn αλλαγή του καιρού [s. αλλαγή 1a]):
- φωνάζουν τα κοκόρια, θα 'χωμε ~ |
- έχουμε του φθινοπώρου τις πρώτες αλλαξοκαιριές |
- μου αρέσει στις αλλαξοκαιριές να βγαίνω έξω στον καθαρόν αέρα |
- άκουσε το λάλημα του πετεινού που μηνούσεν ~ (SPasagiannis) |
- μυρίζονται τον αέρα σα ζωντανά που ψάχνουν, λες, να νοιώσουν ~ (Valmas) |
- poem όλα ~ μυρίστηκαν και τη βροχή μηνούνε all smelled a change of weather, a wild rush of rain (Kazantz) |
- όπως στην αλλαξοκαριάν | αλλάζει τρίσβαθα ο αγέρας χρώμα, | ξεσπάει ο ήλιος στα νερά, κλ (Sikel) |
- στη στέγη απάνου οι πετεινοί μηνούν τις αλλαξοκαιριές (Panagiotop) |
- ήταν ωραία σαν λύπη σε ~ (Geralis)
[fr MG *αλλαξοκαιρία (cf καλοκαιρία), cpd of αλλαξο- & καιρός & suff -ία]
- change of atmospheric conditions, change of weather (syn αλλαγή του καιρού [s. αλλαγή 1a]):