Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλαξοδρομώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλαξοδρομώ [alaksoδromó] Ρ10.9α : (οικ.) αλλάζω δρόμο, πορεία.

[αλλαξο- + δρόμ(ος) -ώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλαξοδρομώ [alakso∂romó] (& αλλαξοδρομίζω)
  • change road, change course (syn παίρνω άλλο δρόμο, αλλάζω δρόμο, αλλάζω πορεία):
    • ξαναπήρε στο χέρι του το ραβδί, πάει μακρύτερα αλλαξοδρομώντας (Panagiotop) |
    • δε στάθηκε ο δεσπότης να δη ..., αλλαξοδρόμισε βιαστικά (Petsalis) |
    • δεν κοίταξε γύρω του, δεν αλλαξοδρόμησε, τραβούσε κατακεί που 'βγαινε μόνος του ο δρόμος (Zitsaia) |
    • poem ηύρα ένα βράχο πιο γλιστρό από φιλντίσι, | σαν αιώνων καταρράχτες να περάσανε αποπάνω του | που αλλαξοδρόμησαν (Sikel)

[cpd w. δρόμος & suff -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες