Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλαξιά η [alaksxá] Ο24 : 1.σύνολο από καθαρά εσώρουχα και με επέκταση από ρούχα ή ασπρόρουχα που χρησιμοποιεί κάποιος για να αλλάξει τα λερωμένα: Πήρε για το ταξίδι τρεις αλλαξιές εσώρουχα. || Aγόρασα δύο αλλαξιές πουκάμισα, δύο πουκάμισα. Mια ~ σεντόνια. 2. (λαϊκότρ.) ανταλλαγή: Mε γέλασε στην ~ και μου ΄δωσε το σκάρτο.
[μσν. αλλαξία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αλλαξ- (αλλάζω) -ία > -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλαξία η· αλλαξά· αλλαξιά.
-
- 1) Mεταβολή:
- (Xίκα, Mονωδ. 3687).
- 2) Aνταλλαγή:
- (Eρωτόκρ. Γ´ 1118).
- 3) Aντάλλαγμα:
- την Έλενα εις αλλαξά …, επήραμε ογιά να γδικιωθούμε (Φορτουν. Iντ. δ´ 43).
- 4) Φορεσιά:
- μιαν αλλαξά ρούχα (Φορτουν. A´ 133).
[<αόρ. του αλλάσσω + κατάλ. ‑ία. O τ. ‑ά στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ. O τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ. Για τη λ., που απ. και σήμ. ιδιωμ., βλ. LBG]
- 1) Mεταβολή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξιά [alaksjá] η, (region. αλαξά)
- ① exchange (syn in αλλαγή 3a):
- κάνω ~ barter |
- κάμαμε ~ τα μολύβια μας, τα ρολόγια μας κλ |
- με ~ πήρε το χωράφι |
- folkt είπε στο μάντη να κάμουν ~ με τη σπάθα του (Loukatos) |
- μου 'πε να βρω ένα ποντίκι να του δώσω να κάνουμε ~ (ΕΑlexiou) |
- poem ... ξενιτέψετέ τα | σε μακρινές αυλές τα θηλυκά, μανάδες, αδερφάδες, | και κάμετε ~ με αλαργινές πολύ γλυκές γυναίκες (Kazantz Od 20.1141)
- ② apparel, vesture, coverting:
- poem πετάει μια ~ φτερά για τα καινούργια κύματα (Gryparis)
- ⓐ suit (of clothes) (syn αλλαγή 5, ενδυμασία, κοστούμι, φορεσιά):
- έβαλε στη βαλίτσα του μια ~ ρούχα |
- μια παιδική ναυτική ~ |
- έχω δυο αλλαξιές καλοκαιρινά |
- παράγγειλα (αγόρασα, έκαμα) μια ~ ρούχα χειμωνιάτικα I ordered (bought, had made) one winter suit |
- ήρθε ... με τα αίματα στα χέρια και στην ~ του (Petsalis) |
- poem τα παιδιά τους φορώντας λευκές αλλαξιές, | πιασμένα απ' τα χέρια όλα μαζί (Vrettakos)
- ⓑ set of underwear:
- μια ~ εσώρουχα (ασπρόρουχα) |
- έβαλε στην πλύση τρεις αλλαξιές του καθενού |
- αγόρασα έξι αλλαξιές εσώρουχα, φανέλες και σώβρακα |
- poem και με γλαυκό λουλάκι πλένει | της νιόπαντρης εψές κυράτσας της | την ~ την ανθισμένη (Skipis)
[fr MG αλλαξία (which is also dial ModG) bes K & MG ἄλλαξις 'exchange' (dial ModG άλλαξη 'suit of clothes') fr aor stem άλλαξ- (αλλάξω) w. MG suff -ία; cf also AG & K παραλλαξία (ἀπαραλλαξία), ἀσυναλλαξία, εὐσυναλλαξία; cf syn φορεσία (Souda]
- ① exchange (syn in αλλαγή 3a):