Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλαντοποιός ο [alandopiós] Ο17 : αυτός που παρασκευάζει αλλαντικά.
[λόγ. < ελνστ. ἀλλαντοποιός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαντοποιός [alandopiós] ο, (L)
- sausage-maker, either owner of or worker in a sausage factory (syn βιομήχανος or εργάτης αλλαντοποιίας)
[fr MG ← K ἀλλαντοποιός 'sausage-maker']