Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλαντοποιείο το [alandopiío] Ο39 : εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου παρασκευάζονται αλλαντικά.
[λόγ. άλλαντ(α) -ο- + -ποιείον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαντοποιείο [alandopiío] το, (L)
- sausage shop; sausage factory (syn in αλλαντοποιία 2)
[cpd w. ποιείον]