Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαντικά [alandiká] τα, (L)
- cured meat and sausages (syn in αλλάντες):
- τ' ~ κρεμασμένα με φροντίδα καλλιτεχνική, τα ψάρια απλωμένα κατά χρώματα (Loukatos) |
- τα χοιρομέρια και τα ζαμπόν και τα ~ γέμιζαν τις αποθήκες (Karantonis)
[der of αλλάντες w. suff -ικόν, pl -ικά]
- cured meat and sausages (syn in αλλάντες):