Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαγμένος, -η, -ο [alaγménos] (& region. & lit αλλασμένος)
- ① changed, altered, different (better or worse):
- βρήκα το σπίτι τόσο αλλαγμένο, αγνώριστο |
- έχουν πρόσωπα αλλαγμένα |
- σαν ~ φαίνεται· μήπως αρρώστησε; |
- οι ξενιτεμένοι μας γυρίζουν αλλαγμένοι από το εξωτερικό |
- ακολουθεί το αλλαγμένο πνεύμα της εποχής |
- πάντα μένει μέσα και στον πλέον αλλαγμένο άνθρωπο ... κάτι από το παιδί (Palam) |
- με κάποια δυσκολία αναγνωρίζουμε παλιό φίλο σε πρόσωπο κουρασμένο και αλλαγμένο (Charis) |
- με αλλαγμένη φωνή είπε |
- και γιατί θα με βαρεθή εμένα; (Xenop) |
- σαν πιο μεγάλη, σαν αλλαγμένη την έβλεπε (Panagiotop) |
- θα πάρεις μαζί σου δυο χωροφυλάκους αρματωμένους κι αλλαγμένους σε Μανιάτες (Bastias) |
- ο αγέρας έφερνε αλλαγμένον τον βόγγο (id.) |
- ο Ρήγας μ' αλλαγμένη μορφή, μ' άλλην ειδή ... λίγο λίγο ξεπροβάλλει ένας φλογερός νεανίας (Petsalis) |
- poem την άγια εξάνοιξα θωριά πόσο αλλασμένη, ω πόσο! (Markoras) |
- ... η χώρα | στο ολόλευκο νησί της νύφης αλλασμένη (Palam) |
- έτσι απόμεναν τα παράξενα φερσίματά τους όλο και πιο αλλαγμένα (Patrikios)
- ② having put on new or clean clothes, dressed in one's best:
- όλοι αλλαγμένοι ήταν έτοιμοι για το πανηγύρι |
- παρ' όλο το ξενύχτι μπόρεσαν να ετοιμαστούν για την εκκλησία· μόλις είχε χτυπήσει η καμπάνα και τις βλέπω αλλαγμένες να περνούν (Athanasiadis-N) |
- folks. κοιμήσου, σαββατόλουστο, την Κυριακή αλλασμένο (Petrop)
[fr LMG αλλαγμένος, ppp of αλλάζω & αλλάσσω]
- ① changed, altered, different (better or worse):