Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλαγή η [alají] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αλλάζω. 1α. μετάβαση από μια κατάσταση ή μορφή σε άλλη· μεταβολή: Tο εκπαιδευτικό σύστημα χρειάζεται ριζική ~. Kοινωνικές / θρησκευτικές / συνταγματικές αλλαγές, μεταρρυθμίσεις. Ένας συντηρητικός άνθρωπος φοβάται τις ριζοσπαστικές αλλαγές. H ~ του καιρού ήταν απότομη. Θα γίνουν αλλαγές στα ωράρια των καταστημάτων / στα προγράμματα της τηλεόρασης / στο νομοσχέδιο / στο συμβόλαιο, τροποποιήσεις. Έκανα αλλαγές στους χώρους του σπιτιού, μετατροπές. ~ προς το καλύτερο / προς το χειρότερο. || ό,τι διακόπτει την ομοιομορφία και τη μονοτονία και δημιουργεί κάποια ποικιλία: Mου αρέσει η ~. Xρειάζεσαι μια ~ για να ξεφύγεις από τα καθημερινά. Kάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε στη θάλασσα, φέτος θα πάμε στο βουνό για ~. || το να γίνεται κάποιος διαφορετικός: H ~ αυτού του ανθρώπου ήταν πολύ μεγάλη, αλλαγή στο χαρακτήρα, στη συμπεριφορά ή στην εξωτερική εμφάνιση. β. αυτό που έχει αλλάξει: H πόλη έχει μεγάλες αλλαγές, είναι σχεδόν αγνώριστη. Δε βρίσκω καμιά ~ στην κατάσταση / στο τοπίο. 2α. αντικατάσταση: H ~ στα λάστιχα / στα λάδια του αυτοκινήτου είναι απαραίτητη. Δε γίνονται αλλαγές ειδών που αγοράστηκαν στις εκπτώσεις. Έκανε ~ σπιτιού / σχολείου, πήγε σε άλλο σπίτι / σχολείο. ~ διεύθυνσης. ΦΡ ~ πλεύσης*. ~ φρουράς*. || καθαρισμός τραύματος και αντικατάσταση των επιδέσμων: Ο γιατρός έκανε την ~. Πήγε στο νοσοκομείο για ~. β. ανταλλαγή: Kάναμε μια ~, του έδωσα το διαμέρισμα και πήρα το οικόπεδο. ~ δραχμών με δολάρια.
[αρχ. ἀλλαγή]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλαγή η· αλλαγωγή.
-
- 1) Aντάλλαγμα:
- (Aσσίζ. 4069).
- 2)
- α) Φορεσιά:
- δεν είναι αλλαγές, την σκόλην διά ν’ αλλάξουν (Aπόκοπ. Eπίλ. I 494)·
- β) επιμέρους τμήμα της στολής του ιερέα:
- (Aσσίζ. 4331).
- α) Φορεσιά:
[αρχ. ουσ. αλλαγή. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Aντάλλαγμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαγή [alayí] η,
- ① change (syn άλλαγμα, μεταβολή):
- ~ θέσεως |
- ~ τόπου |
- ~ σπιτιού |
- ~ κλίματος |
- ~ καιρού change of weather, break in the weather (syn αλλαξοκαιριά) |
- ο γιατρός διάταξε ~ αέρος (i.e. of climate, of environment) |
- η ~ θα σε ωφελήσει |
- όταν λαλούν αποβραδύς τα κοκόρια, δείχνουν ~ του καιρού |
- ~ (του) φεγγαριού change of the moon, i.e. passage fr one phase to another or coming of the new moon |
- ~ καταστάσεως, ~ επαγγέλματος |
- ~ γνώμης reversal of opinion |
- ~ φρονήματος, ~ ηθών |
- ~ διευθύνσεως change of address |
- ~ της πίστης change of faith (syn αλλαξοπιστία) |
- ~ του πολιτεύματος or πολιτειακή ~ change of the form of government |
- ~ υπουργείου change of governmental administration |
- ~ προς το καλύτερο change for the better, improvement (syn βελτίωση, καλυτέρευση)
- ⓐ electr~ κατευθύνσεως ρεύματος changing over:
- ~ κατευθύνσεως ανέμου shift of wind |
- ~ γραμμής (on roads, railway) turnoff |
- ~ ταχύτητας change of speed |
- car ~ταχυτήτων gear shifting |
- | milit ~ θέσεως |
- ~ φρουράς guard mount(ing), changing of the guard |
- ~ σκοπού guard relief (syn αντικαταστάτης) |
- φύλακες, ~! |
- ~ γραμμών επιχειρήσεων |
- tactics~ κατευθύνσεως change of direction |
- ~ κατευθύνσεως αριστερά (δεξιά) column left (right) |
- ~ στόχου shift of target |
- ~ βήματος change step |
- | naut ~ (syn σκάντζα) |
- ~ φυλακής (syn σκάντζα-βάρδια) |
- εσφύριξε η ~ βάρδιας |
- ~ σημαίας πλοίου transfer to another flag |
- | theat ~ σκηνής scene shift (Brit change of scene) (syn άλλαγμα σκηνής) |
- | αυτόματο αλλαγής δίσκων record changer |
- | photogr ~ πλάκας changing of a plate
- ⓑ typogr change (near-syn διόρθωση):
- ~ στο περιθώριο marginal alteration
- ⓒ med cleaning and new bandaging of a wound (syn άλλαγμα πληγής [s. άλλαγμα 1d]:
- σας έφερα επιδέσμους και γάζες, για να του κάνετε την ~ |
- | |
- In lit |
- από το 1830 άρχισε να πνέη άνεμος αλλαγής· το δικαίωμα της ψήφου είχε απλωθή σε μεγάλη μάζα του πληθυσμού, οι πολιτικοί απαιτούσαν εγγράμματους ψηφοφόρους (Papanoutsos) |
- η υπόθεση της Κύπρου αφορούσε ... την ~ κυριαρχίας (Christidis) |
- η γλώσσα αλλάζει από χρόνο σε χρόνο, η ~ όμως είναι τέτοια ώστε δε φέρνει εμπόδιο στην επικοινωνία (Geros) |
- η ~ της ύλης, δηλαδή η ~ της μορφής της, δίχως να φθείρεται το είναι της, είναι κι αυτός ένας τρόπος αθανασίας της (Theodorakop) |
- poem ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει, δεν έχει ~, όσο γυρεύεις να θυμηθής τα παιδικά σου χρόνια κλ (Seferis) this road has no end, has no relief etc
- ② turning into (sth else), transformation, alteration, modification (syn μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση):
- ~ της επωνυμίας επιχειρήσεως alteration of a firm's name |
- naut ~ πορείας alteration of course |
- επιφέρει μερικές αλλαγές στα σχέδια he alters (modifies) the plans somewhat
- ⓓ math ~ συστήματος συντεταγμένων change or transformation of coordinate system:
- ~ ανεξαρτήτου μεταβλητής change of the independent variable |
- ~ βάσεως λογαρίθμων change of base in logarithms
- ⓔ variation:
- ~ θερμοκρασίας temperature variation
- ③ exchange (of movable or immovable things), interchange (syn αλλαξιά 1, ανταλλαγή):
- κάνουμε ~ τα ρολόγια μας; |
- ~ αιχμαλώτων exchange of prisoners of war (syn ανταλλαγή) |
- έκαμαν ~, του 'δωσε το μποστάνι και πήρε το σπιτότοπο
- ④ trade (syn συναλλαγή):
- κάνω ~ exchange, barter, trade
- ⑤ region. (Macedonia, Thrace, Crete, Dodecanesus, Cyprus) suit of clothes (syn in αλλαξιά 3)
- ⓕ region. (Peloponnesus, Thrace, Skyros, Dodecanesus etc) priest's vestments, esp chasuble (φαιλόνι):
- ο παπάς φορεί την καλή του την ~
- ⑥ children's games, region. (Peloponnesus, Sterea, Epirus) hole used as abode of the sow in the game called γουρούνα
[fr MG αλλαγή ← Κ, AG ἀλλαγή]
- ① change (syn άλλαγμα, μεταβολή):