Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλήθωρος, επίθ.· θηλ. αλληθώρα.
-
- 1) Που αλληθωρίζει, που πάσχει από στραβισμό:
- αλληθώρα και στραβή και χαμηλοβλεπούσα (Διήγ. παιδ. 845).
- 2) (Yποτιμ.):
- ό,τ’ είχανε συντύχει το γροίκα ο αλλήθωρος (Tζάνε, Kρ. πόλ. 47524).
[<αντων. άλλος + ουσ. θωριά. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- 1) Που αλληθωρίζει, που πάσχει από στραβισμό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλήθωρος -η -ο [alíθoros] Ε5 : που αλληθωρίζει, που πάσχει από στραβισμό. || (ως ουσ.).
[μσν. αλλήθωρος < φρ. άλλη θωρ(ιά) -ος]