Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλκυόνα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλκυόνα η [alkióna] Ο26 : θαλασσοπούλι με μακρύ ράμφος, που τρέφεται κυρίως με ψάρια· ψαροφάγος, ψαροπούλι.

[λόγ. < αρχ. ἀλκυών, αιτ. -όνα (όν. μυθικού πουλιού)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλκυόνα [alcióna] η, (& L αλκυών) gen αλκυόνος, orn
  • kingfisher, halcyon, in Greece usu Alcedo hispida (syn θαλασσοπούλι, μπιρμπίλι της θάλασσας, ψαροπούλι, ψαροφάγος):
    • αρσενική ~ |
    • οι αλκυόνες σπαθίζουν τα νερά με τη χρυσοπράσινη αστραπή τους (Melas) |
    • η ~ είναι το χοντροκέφαλο και ποικιλόχρωμο ψαροπούλι, που φωλιάζει σιμά στα νερά ... ψαροπούλι ή ψαροφάγος (Panagiotop) |
    • οι γαληνεμένες χειμωνιάτικες μέρες που τότε η ~ στήνει τη φωλιά της (Stavrou) |
    • poem η αλκυών το σπαθωτό και γλήγορο πουλί, | οπού πετά στη θάλασσα και μόλις την αγγίζει (Polemis) |
    • σαν ~, αγάπη, με φτερούγες | απλωμένες διαβαίνεις ιριδένια | κατάστρωτες με φως ανάερες ρούγες (Mavilis) |
    • γοργά πολύ πετώντας μια ~ | διαβατικόν κελαϊδιχμόν αφίνει (Sikel) |
    • έρχεται, ιδού, η χρυσόφτερη ~ | τη φωλιά των ερώτων της και στήνει (Gryparis)

[fr AG ἀλκυών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες