Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλκυονίδα [alcioní∂a] η, usu pl αλκυονίδες οι, (L)
- the winter days during which fair and calm weather prevails (and the halcyon builds its nest), halcyon days (7 days before and 7 after the winter solstice):
- η γεναριάτικη ~ |
- είναι ένας χειμώνας χωρίς αλκυονίδες (Panagiotop) |
- κείνη τη γεμάτη κατάχρυση ηλιοβολή ~ (id.) |
- ήταν μια μέρα με γλυκύτατη λιακάδα, μια απ' αυτές που εμείς εκεί γύρω στο Aιγαίο τις λέμε αλκυονίδες (Myriv) |
- ήταν ακόμα μια γαλάζια ~ (Roufos) |
- poem μόνος εκόλπωσα | τις ευωδιές | επάνω στον αγρό | με τις αλκυονίδες (Elytis)
[substantiv. fr adj αλκυονίς; s. αλκυονίδες]
- the winter days during which fair and calm weather prevails (and the halcyon builds its nest), halcyon days (7 days before and 7 after the winter solstice):