Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλκοόλη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλκοόλη η [alkoóli] Ο30 : (χημ.) γενική ονομασία πολλών χημικών ενώσεων που έχουν ιδιότητες ανάλογες με εκείνες του οινοπνεύματος: Aιθυλική ~, που παρασκευάζεται με ζύμωση ορισμένων ζαχάρων· το οινόπνευμα.

[λόγ. < γαλλ. alco(ol) (δες στο αλκοόλ) -όλη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλκοόλη [alkoóli] η, chem (L)
  • alcohol (syn in αλκοόλ 1)
  • ⓐ alcohol, a more general denomination for many chemical compounds w. alcoholic properties

[der of αλκοόλ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες