Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλκοολούχος -α / -ος -ο [alkoolúxos] Ε14 : για ποτό που περιέχει αλκοόλ· οινοπνευματώδης. || (ως ουσ.) τα αλκοολούχα, τα αλκοολούχα ποτά.
[λόγ. αλκοόλ + -ούχος μτφρδ. γερμ. alkoolhaltig]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλκοολούχος, -oς, -ον [alkoolúxos] chem
- containing alcohol, alcoholic (syn οινοπνευματούχος, οινοπνευματώδης):
- αλκοολούχα ποτά, αλκοολούχα προϊόντα
[cpd w. -ούχος]
- containing alcohol, alcoholic (syn οινοπνευματούχος, οινοπνευματώδης):