Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλκοολικός -ή -ό [alkoolikós] Ε1 θηλ. και αλκοολικιά στη σημ. I : I.για άτομο που κάνει υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών και που πάσχει από αλκοολισμό, συνήθ. ως ουσ. ο αλκοολικός, θηλ. αλκοολική και (προφ.) αλκοολικιά: Είναι ~. II. (χημ.) που έχει σχέση με τις αλκοόλες ή με το οινόπνευμα: Aλκοολική ζύμωση. Aλκοολικό διάλυμα.
[λόγ. < γαλλ. alcoolique (-ique = -ικός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλκοολικός1 [alkoolikós] ο, (& αλκολικός) αλκοολική [alkoolicí] η,
- ① person suffering fr alcoholism, habitual and heavy alcohol drinker, inebriate, alcoholic, drunkard (syn μπεκρής, f μπεκρού):
- άσυλο αλκοολικών rest home for alcoholics |
- παιδιά αλητών και αλκοολικών |
- τα τραγούδια των αλκοολικών |
- ο ~ της Bαλτιμόρης, ο Poe (Panagiotop) |
- ο Πόε, αυτός ο ανισόρροπος, ο αλκολικός, που ήταν ανίκανος να κυβερνήση τη ζωή του (Chatzinis) |
- ο νέος είχε γίνει σχεδόν γέρος με γκρίζα γένεια και με κόκκινη μύτη σαν αλκοολικού (Xenop) |
- οι πρεζάκηδες, όπως και οι αλκοολικοί, ξεχωρίζουν από την όψη τους (IPetrop)
- ② individual w. a passion for sth, addict (near-syn μανιακός):
- ~ της σωματικής ομορφιάς |
- ~ της εξουσίας |
- αλκοολικοί της ωραιολογίας |
- αλκοολικοί των ταξιδιών |
- ο Γκωγκέν δεν είναι ο ~ της κίνησης, είναι ο ~ της ακινησίας (Panagiotop) |
- οι Eλβετοί είναι οι αλκοολικοί της λογικής (id.) |
- ο γοργός μετασχηματισμός της Aθήνας που κοντεύει να μας κάνη αλκοολικούς της αλλαγής (id.) |
- αν είστε ένας αλκολικός των ταξιδιών, ένας τυχοδιώκτης συγκινήσεων, τότε να πάτε στο Πιρότ (Athanasiadis-N)
[substantiv. m & f of αλκοολικός2]
- ① person suffering fr alcoholism, habitual and heavy alcohol drinker, inebriate, alcoholic, drunkard (syn μπεκρής, f μπεκρού):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλκοολικός2, -ή, -ό [alkoolikós] (& αλκολικός)
- ① chem of or pertaining to alcohol, alcoholic (syn οινοπνευματώδης):
- μη ~ non-alcoholic |
- διάλυμα αλκοολικό |
- pharm αλκοολικό εκχύλισμα spirits |
- τ' αλκοολικά ποτά κατατάσσονται σε δυο κατηγορίες, είναι ή από ζύμωση ή από απόσταξη· από τα πρώτα το πιο συνηθισμένο είναι το κρασί (Saratsis)
- ② alcoholic, intemperate, of humans:
- είκοσι χρονών παιδί κ' έγινε αλκοολικό |
- για να λησμονήσουν τη λύπη τους έπιναν κ' έγιναν και οι δυο τους αλκοολικοί |
- ο ειρηνοδίκης, ένα αγαθό αλκοολικό γεροντάκι (Karagatsis) |
- δεν πήρε από τον πατέρα του παρά το πάθος του για το ουίσκυ, έγινε ~ (Thrylos) |
- ενδιαφέρουσα καρικατούρα ηλικιωμένης αλκοολικής θεατρίνας (Terzakis) |
- ο κάπελας ήταν ... κατακκόκινος με ύφος αλκοολικό και περισπούδαστο (Theotokas)
- ⓐ fig owing to an exaggerated inclination, having a passion for sth, passionate, addicted (near-syn μανιακός):
- ~ καπνιστής (φουμαδόρος) |
- ~ ξενύχτης |
- αλκολική δίψα των ρεκόρ (Athanasiadis-N)
[perh fr Fr alcoolique ← *alcoholicus]
- ① chem of or pertaining to alcohol, alcoholic (syn οινοπνευματώδης):