Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλκοολίκι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλκοολίκι το [alkoolíki] Ο44 : (οικ.) 1. αλκοολισμός. 2. (μτφ.) μανία, πάθος για κτ.: H χαρτοπαιξία είναι ~. H δουλειά τού έχει γίνει ~.

[αλκοόλ -ίκι 1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλκοολίκι s. αλκολίκι.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες