Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλκαλικός -ή -ό [alkalikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα αλκάλια ή που έχει τις ιδιότητες του αλκαλίου: Aλκαλική αντίδραση. Aλκαλικές πηγές. Aλκαλικά άλατα. Aλκαλικά εδάφη.
[λόγ. αλκάλ(ιον) -ικός μτφρδ. γαλλ. alcalin]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλκαλικός, -ή, -ό [alkalikós] (L)
- alkaline:
- αλκαλικές ουσίες alkaline substances |
- αλκαλικές ιδιότητες alkaline properties |
- αλκαλική γεύση |
- αλκαλικά φάρμακα |
- αλκαλικόν άλας alkaline salt |
- αλκαλικό νερό alkaline water (αλκαλικά ύδατα alkaline waters) |
- διάλυμα αλκαλικό lye |
- αλκαλική διάλυση alkaline solution |
- αλκαλική αντίδραση |
- αλκαλική τοπική ζύμωση |
- αλκαλική γη alkaline earth |
- αλκαλική παρακαταθήκη |
- αλκαλική πηγή alkaline spring |
- αλκαλικές θειοπηγές (e.g. Πλατυστόμου) |
- οι άρρωστοι βρίσκουν ωφέλεια στην κατάστασή τους πίνοντας το θαυμάσιο αλκαλικό νερό (Panagiotop) |
- όλα τα φρούτα ... διατηρούν το αίμα αλκαλικό (Saratsis)
[der of άλκαλι w. suff -ικός]
- alkaline: