Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλκη η [álki] Ο30 : (ζωολ.) μεγαλόσωμο μηρυκαστικό που συγγενεύει με το ελάφι και ζει στις βόρειες χώρες.
[λόγ. < ελνστ. ἄλκη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλκή η [alkí] Ο29 : (λόγ.) σωματική δύναμη, ευρωστία. || ψυχική δύναμη, ανδρεία.
[λόγ. < αρχ. ἀλκή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλκή [alcí] η, (L)
- ① physical strength, vigor, prowess (as of athletes etc) (syn ανδρεία, σωματική δύναμη):
- ~ or σωματική ~ or ~ του σώματος |
- παιδί γεμάτο σφρίγος και ~ |
- νεώτατος απάνω στην ~ του |
- ένας αθλητής αλκής |
- τους αθλητές τους χαιρόμαστε στην ~ τους |
- έχομε πια οριστικά πίσω μας την πρώτη νεότητα με την ~ και την αισιοδοξία της (Papanoutsos) |
- ποιος τώρα θα του ξαναδώση τη χαμένη ~; (Karantonis) |
- η Σουηδία έκαμε επίδειξη εξαίρετης σωματικής αλκής (Athanasiadis-N) |
- το συμβολισμό της ελληνικής αλκής θέλησε να παραστήση ο Pήγας με το ρόπαλο του Hρακλή (Vranousis) |
- η φεμινίστρια Tιναίρ ξέρει να καλύπτη την ανδρική της ~ κάτω από τη γυναικεία της χάρη (Athanasiadis-N) |
- poem και πιότερο παλεύει με την ίδια ~ του ή με το ζώο (Sikel) |
- των Eλλήνων η ~ βρήκε πάλι | τα φτερά κάποιας νέας ορμής (Karyotakis) |
- πάνω απ' τους τάφους στήνοντας τα τρόπαια της αλκής (Ritsos)
- ⓐ prowess, vigor (in military or state affairs) (syn ανδρεία, ευψυχία):
- παλαιά ~ |
- η νάρκη της παλιάς αλκής |
- μέσα στον απολογισμό τούτο της αλκής του αιώνα δεν λησμονείται βέβαια η Eπανάσταση του 1821 (Chourmouzios) |
- ο ποιητής βλέπει την Eλλάδα ... λείψανο αξιοθρήνητο της αρχαίας αλκής (id.) |
- η εγκατάσταση των Aλβανών στην Πελοπόννησο ενίσχυσε πολύ τη στρατιωτική ~ της (Vacalop) |
- έρριπτα την ματιά στο τμήμα εκείνο του λιμανιού που η πρόνοια της πόλεως χάρισε στο χάρμα και την ~ των ιστιοδρομιών (Papatsonis)
- ② powers, vigor, strength, prowess, peak (in cultural, intellectual, spiritual growth and achievements):
- πνευματική ~ |
- ψυχική ~ |
- η ~ του νου |
- την Aμερική με την ορμητική της ~ που επιφυλάσσει ακόμη τις πιο απίθανες εξελίξεις για την ιστορία της γης (Theodorakop) |
- poem τι φτέρωσε λαμπρή η ~ του νου κι ανηφορίζει (Sikel)
[fr AG ἀλκή]
- ① physical strength, vigor, prowess (as of athletes etc) (syn ανδρεία, σωματική δύναμη):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλκη [álci] η, (L) zoo
- ① elk, Alces alces (of Europe and Asia)
- ② moose, Alces americana (of North America)
- ③ (American) elk, wapiti, Cervus canadensis
[fr K ἄλκη (Pausan. 5.12.1) w. parallels Lat. alces (plur.), OE elh, Mod. Eng elk]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλκης [álcis] ο, zoo = άλκη.
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άλκης [álcis] ο, pers-n,
- Alcibiades
[shortened fr Aλκιβιάδης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άλκηστη [álcisti] η, (& L Άλκηστις) pers-n
- Alcestis
- ⓐ Gr myth wife of Admetus, king of Pherae.