Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλκάλιο το [alkálio] Ο40 : (χημ.) γενική ονομασία μιας σειράς μετάλλων του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, από τα οποία τα σημαντικότερα είναι το νάτριο και το κάλιο.
[λόγ. < γαλλ. alcali -ον < αραβ. al-qalyi `η σόδα΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλκάλιο s. άλκαλι.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλκαλιούχος, -ος, -ο [alkaliúxos] chem
- containing alkali, alkaline:
- ~ διάλυση |
- αλκαλιούχα πετρώματα |
- αλκαλιούχες μαρμαρυγίες
[cpd w. -ούχος]
- containing alkali, alkaline: