Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλισφακιά η [alisfaká] & αλιφασκιά η [alifaská] Ο24 : (λαϊκότρ.) το φυτό φασκομηλιά. || το ρόφημα που γίνεται από τα φύλλα του παραπάνω φυτού· φασκόμηλο.
[μσν. αλισφακιά < *ελισφακιά (τροπή του αρχικού [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-eli > miali > mi-ali] ) < *ελίσφακ(ος) -ιά < αρχ. ἐλελίσφακος με απλολ. [eleli > eli] · μετάθ. του [s] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλισφακιά [alisfacjá] η, (& αλιφασκιά) bot
- sage, any of several plants of the genus Salvia
- ① Salvia calycina (syn αγριοσφακιά)
- ② Salvia pomifera (syn μηλοσφακιά, σφακομηλιά, φασκομηλιά)
- ③ Salvia officinalis (syn χαμοσφακιά)
- ④ Salvia triloba
- ⑤ Salvia verticillata:
- | λόγγοι γεμάτοι αλιφασκιές |
- τ' αγιόκλημα, η ~, οι σπαρτιές περιχύνανε την καρδιά με τη μυρωδιά τους (Psichari) |
- για να σατιρίση το πράγμα ο καραγκιοζοπαίχτης προσέθεσε σ' αυτά διάφορα άλλα είδη ..., όπως ~, φασκομηλιά δηλαδή (KBiris in Ioannou) |
- poem κι ο βράχος με τα σχίνα του και τις αλισφακιές του (Palam) |
- τα πόδια του μυρίζα αλιφασκιά και τα σγουρά μαλλιά του | νοτίζουνταν κλ (Kazantz Od 7.1019) |
- μοσχοβολά η αλιφασκιά, μικρή μου Nαθαλούλα (Valaor) |
- τρίψε το χνότο σου μ' ~ και με φλησκούνι (DCharitos) |
- "καλά", μου λέει και πάει να μου ετοιμάση | άνηθο, ~ και μήλα κέδρου (Stavrou Ar)
[fr LMG αλισφακέα, αλισφακία, this a deriv of αλίσφακος (← ελελίσφακος by haplology), w. suff -έα]