Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλισβερίσι το [alizverísi] & αλισιβερίσι το [alisiverísi] Ο44 : (λαϊκότρ.) εμπορική συναλλαγή: Είχε αλισβερίσια με τις αγορές της Aνατολής. || (επέκτ., οικ.) κάθε μορφή συναλλαγής ή σχέσης: Δε θέλω να έχω αλισβερίσια μ΄ αυτόν / με την αστυνομία, νταραβέρια. Δε μ΄ αρέσει αυτό το ~ που αρχίσαμε με δαύτον.
[τουρκ. alιşveriş -ι· ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλισβερίσι το· αλισφιρίσι.
-
- Δοσοληψία, εμπορική συναλλαγή:
- όποιος κάμει αλισφιρίσι (Συναδ. φ. 62v).
[<τουρκ. alιşveriş. H λ. και σήμ.]
- Δοσοληψία, εμπορική συναλλαγή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλισβερίσι s. αλισιβερίσι.