Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλισίβα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλισίβα η [alisíva] Ο25α : νερό που έχει βράσει με στάχτη από ξυλοκάρβουνα, απαραίτητο άλλοτε στο πλύσιμο των ρούχων και των μαγειρικών σκευών· σταχτόνερο.

[ιταλ. lisciva με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-li > miali > mi-ali] ]

[Λεξικό Κριαρά]
αλισίβα η.
– Βλ. και αλουσιά.
  • Zεστό νερό με στάχτη για το πλύσιμο ασπρόρουχων (ή σκευών):
    • (Mπερτολδίνος 164).

[<ιταλ. lisciva. H λ. στο Somav. (λ. αλισιά) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλισίβα [alisíva] η, (& region. λισίβα)
  • lye (syn αλουσιά, θολόσταχτη, θερμός, σταχτόνερο):
    • αραιή ~ lye-water |
    • ρίχνω την ~ στα ρούχα pass the lye through the washing |
    • την ~ βράζω για τα πιάτα |
    • έκαμα ~ για να πλύνω τα πιάτα |
    • folks. να μην τα πλύνεις σε ζεστό ουδέ σε ~ (Sarakatsanei) |
    • poem θα φτιάξω φυλαχτό να βάλω τη βέρα σου | οπού φαγώθηκε στην ~ και στη σκούπα (Theodorou) |
    • τι λούσιμο μας έκαμαν, να, τώρα δα, δεν ξέρεις, | έτσι ντυμένοι ως είμαστε και δίχως ~; (Stavrou Ar)

[fr It lisciva]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες