Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλιεύω [aliévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.(επίσ.) ψαρεύω: Στα μεγάλα αλιευτικά τα ψάρια που αλιεύονται καταψύχονται αμέσως. 2. (μτφ., ειρ.) ψάχνω επίμονα να βρω, να συγκεντρώσω κτ.: ~ ψηφοφόρους, προσπαθώ να τους πείσω να ψηφίσουν κάποιο κόμμα ή κπ. υποψήφιο. ~ ψήφους. ~ μαργαριτάρια, ανακαλύπτω κάποια σοβαρά λάθη.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἁλιεύω (αρχ. ἁλιεύομαι)· 2: σημδ. ιταλ. pescare ή γαλλ. pêcher]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλιεύω.
-
- Ψαρεύω:
- (Aιτωλ., Mύθ. 172).
[αρχ. αλιεύω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ψαρεύω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλιεύω [aliévo] aor αλίευσα, pass pr αλιεύομαι, ppp αλιευμένος (L)
- ① rarely fish (syn αγρεύω region., ψαρεύω):
- με τα σύνεργα της ψαρικής αλιεύουμε τους ενοίκους της θάλασσας (sc τα ψάρια) (Palaiologos)
- ② gather, fish for (shellfish, pearls, coral etc):
- ~ όστρακα |
- ~ σφουγγάρια |
- στον αραβικό κόλπο του Άκαμπα ... αλιεύονται τα μαργαριτάρια (Ouranis) |
- η ομορφιά σου, ψαρεμένη σαν από τα βάθη που αλιεύονται τα μαργαριτάρια (Palam)
- Ⓐ fig
- ③ explore:
- τέτοια η αναπνοή της ποίησης του N.Π., που μένει όμως κοντά στα πράγματα και σπανιότερα αλιεύει δυσκολότερα και μεγαλύτερα βάθη (Spandonidis) |
- poem πόσες φορές πάνω απ' τη βάρκα του είναι σκυμμένος και γέρνει τότε στο πλάι μαζί της πάνω απ' την άβυσσο ο ψαράς, | τη σκοτεινή τής ψυχής μου ζωή που αλιεύει (Vakalo) |
- στοχαστικά η νυχτιά τη σκέψη σου αλιεύει (Sinop)
- ④ solicit, fish for, seek to find (syn αγρεύω 2):
- ~ οπαδούς (κόμματος, θεωρίας) |
- ~ ψήφους |
- αλιεύει οικογενειακά σκάνδαλα |
- ~ γλωσσικές or μεταφραστικές μαργαρίτες (i.e. striking errors in language or translation) |
- (οι οργανωτές της παράστασης) περιφέρονταν στους δρόμους με την ελπίδα ν' αλιεύσουν μερικούς καλόβολους περαστικούς και γειτόνους που θα δέχονταν να παίξουν το ρόλο του κοινού (Thrylos) |
- και στα ποιήματα αυτά αλιεύει κανείς ανάλογα αμαρτήματα (Chatzinis)
- ⓐ seek and find, search and record (as by reporters for news etc) (syn αναζητώ και περισυλλέγω):
- ~ πληροφορίες |
- γνωρίζουμε πώς αλιεύονται οι ειδήσεις από τους ανταποκριτές (Athanasiadis-N) |
- και στα ποιήματα αυτά αλιεύει κανείς ανάλογα αμαρτήματα (Chatzinis)
[fr MG αλιεύω ← K, AG ἁλιεύω]
- ① rarely fish (syn αγρεύω region., ψαρεύω):