Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλιευτικός -ή -ό [alieftikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αλιεία ή με τους αλιείς ή που χρησιμοποιείται για την αλιεία: Aλιευτικά προϊόντα / σύνεργα. ~ στόλος. Aλιευτικό σκάφος. || (ως ουσ.) το αλιευτικό, αλιευτικό σκάφος.
[λόγ. < αρχ. ἁλιευτικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλιευτικός, -ή, -ό [alieftikós] (L)
- of or pertaining to fishing (syn ψαράδικος):
- αλιευτική οικονομία fishery economics |
- αλιευτική τέχνη the art of fishing |
- αλιευτικό ταξίδι, αλιευτική ζωή |
- ~ πλούτος fishery resources |
- αλιευτική τεχνολογία fishery technology |
- αλιευτική νομοθεσία legislation concerning fish and fishing |
- αλιευτική βιομηχανία fishing industry |
- ~ συνεταιρισμός |
- ~ στόλος fishing fleet |
- αλιευτικό πλοίο (πλοιάριο) fishing vessel |
- αλιευτική λέμβος (syn ψαρόβαρκα) |
- ~ εξοπλισμός fishery equipment |
- αλιευτικά εφόδια fishing tackle |
- αλιευτικά εργαλεία fishing gear |
- αλιευτικό δίχτυ fishing net |
- ~ φανός fishing light (syn γυαλί) |
- αλιευτική περιοχή fishing area |
- αλιευτικό λιμάνι fishing harbor |
- αλιευτική παραγωγή fish production |
- η Kως είναι το σπουδαιότερο αλιευτικό κέντρο της Δωδεκανήσου (Varelas) |
- η Aγία Γαλήνη είναι ορμητήριο των ψαράδων για τα αλιευτικά πεδία των βορείων ακτών της Aφρικής (id.)
[fr K, AG ἁλιευτικός]
- of or pertaining to fishing (syn ψαράδικος):