Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλιεία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλιεία η [aliía] Ο25 : (επίσ.) το ψάρεμα1: Οι κάτοικοι των νησιών είχαν παλαιότερα ως κύρια απασχόληση την ~. Παράκτια ~. ~ ανοιχτής θάλασσας. || συλλογή: ~ σφουγγαριών, σπογγαλιεία. ~ κοραλλιών / μαργαριταριών.

[λόγ. < αρχ. ἁλιεία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλιεία [aliía] η, (L)
  • ① fishing (syn άγρευση, αλειά, ψάρεμα):
    • πλούσια ~ |
    • μεγάλη ~ deep sea fishing |
    • ~ στα βαθιά νερά or στα βαθιά offshore fishery |
    • υποβρύχια (L υποβρύχιος) ~ |
    • υπερπόντια (L υπερπόντιος) ~ |
    • ~ φάλαινας, μπακαλάου, ρέγγας |
    • άδεια αλιείας fishing licence |
    • βιολόγος αλιείας fisheries biologist |
    • ~ με ζωντανό δόλωμα fishing w. live bait |
    • οι κάτοικοι του Bουλκόβ ... ασχολούνται με την ~ των ψαριών από τα οποία παράγεται το μαύρο χαβιάρι (Ouranis) |
    • τα ψαράδικα πλεούμενα δίνουν την πρώτη θέση στην ~ ανάμεσα σε όλα τα χωριά του νησιού (Varelas) |
    • απασχολούν τους εφήβους των υποχρεωτικά σαν είδος θητείας στο κολύμβι, ~, κυνήγι κλ (Katsigra) |
    • το Xάμερφεστ (sc στη Nορβηγία) είναι το κέντρο της μεγάλης αλιείας του καλοκαιριού (Athanasiadis-N)
  • ⓐ harvesting, fishery, gathering (in sea waters):
    • ~ κοραλιών μαργαριταριών, σφουγγαριού
  • ⓑ navy sweeping, of mines (syn περισυλλογή):
    • ~ ναρκών mine sweeping (syn L ναρκαλιεία b)
  • ② the profession and art of the fisherman (syn αλιευτική τέχνη, επάγγελμα του ψαρά, ψαρική)
  • ③ fig soliciting, fishing for (syn L άγρα, επιδίωξη):
    • ~ ψήφων, ~ ψηφοφόρων

[fr K, AG ἁλιεία; s. also αλειά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες