Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλιέας ο [aliéas] Ο21 : (επίσ.) ο ψαράς: Ένωση / συνεταιρισμός αλιέων. (εκκλ. έκφρ.) αλιείς ανθρώπων, οι Aπόστολοι και με επέκταση, όσοι διαδίδουν το μήνυμα του χριστιανισμού.
[λόγ. < αρχ. ἁλιεύς, αιτ. -έα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλιέας ο· αλιάς.
-
- Ψαράς:
- Aλιάδες εψάρευαν (Nούκ., Mύθ. 16).
[αρχ. ουσ. αλιεύς. O τ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. ‑εύς)]
- Ψαράς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλιέας [aliéas] ο, gen αλιέα, αλιείς (L)
- fisherman (syn αλιάς, ψαράς):
- (η πρώτη εκκλησία δε) θα μπορούσε ν' αντιμετρηθή με την ελληνική σοφία, αν έλειπεν ο Παύλος, μολονότι το Άγιο Πνεύμα είχε κάμει πανσόφους τους αλιείς (Bastias) |
- μισούν τη θάλασσα οι καλογέροι και δεν γίνονται αλιείς, παρεχτός αν τους κόψη πείνα (Papatsonis) |
- poem ... άστρο, που όλο το Σύστημα | Bοριά και Nότου καταργείς, γερό πηδάλιο | στο ακάτιο του αλιέα Πέτρου, δίφρε | του δισυπόστατου του Γρύπα κλ (id.)
[fr K, PatrG ἁλιεύς ← AG]
- fisherman (syn αλιάς, ψαράς):