Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλιάδα η [aláδa] Ο25α : σκορδαλιά που γίνεται με πατάτα.
[ίσως παλ. βεν. *aliada (πρβ. βεν. agiada, ιταλ. agliata)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλιάδα η.
-
- Σκορδαλιά:
- (Φορτουν. B´ 319).
[<βεν. agiada - ιταλ. agliada. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σκορδαλιά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλιάδα [aljá∂a] η, region.
- garlic sauce (prepared in a mortar w. bread crumb:
- φάγαμε μπακαλιάρο με ~ |
- έφαγες ~ και μυρίζεις σκόρδο
[fr LMG αλιάδα (through a NIt form where -- stands for -t-) fr It agliata ← LLat *ali*atum]
- garlic sauce (prepared in a mortar w. bread crumb: