Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλιά
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αλιά, επιφ.,
βλ. αλί (Ι).
[Λεξικό Γεωργακά]
αλιά [aljá] excl, region. & lit
  • woe, alas (syn in αλί):
    • gnom ~ στον κακορίζικο οπού χηρεύει γέρος |
    • ~ στο νιο που καρτερά να τον ψωμίζει ο κόσμος (or ~ σ' εκειόν που καρτερεί δείπνο από τους γειτόνους) |
    • ~ σαν δεν έχη νύχια να ξυστεί και πόδια, για να δράμει |
    • folks. κρίμα σ' εκείνον που έπεσε κι ~ σ' εκειόν π στάθη (Politis) |
    • και να πης ~ και κρίμα, | τέτοιο νιο να φάη το μνήμα (Kerkyra [Passow]) |
    • poem εχάθη, ~ μου! αλλ' άκουσα του δάκρυου της ραντίδα | στο χέρι κλ (Solom) |
    • κι ~! μακριά 'ναι το σπαθί, μακριά 'ναι το τουφέκι (id.) |
    • ~ σ' αυτούς που κείτονται | στον άσπαρτο βυθό! (Markoras) |
    • ~ σας, ψεύτες, άμυαλοι, κιοτήδες! (Palam) |
    • όμως ~ σ' εμέ και τρισαλίμονό μου (id.) |
    • ~ του όποιονε λάβωνε λαβωματιά δική του! (id.) |
    • (Πατρίδα μου) μεγάλη | θα γίνης κι ~ τότε στον εχτρό σου (Mavilis) |
    • κι ~ σε κείνον που έκρυψεν η μαύρη γης η κρύα (Malakasis) |
    • μα τώρα - ~! - μια μοίρα καταλύτρα | μου αρπάζει ό,τι γερά, σφιχτά κρατούσα (Karyotakis) |
    • στη σαστιμάρα που με κάτεχε | ξέχασα, ~ μου, και το κλάμα (Skipis) |
    • ~ στο πριν ασκητικό, ξάστερο, ανέφελο μυαλό! (Giofyllis)

[fr MG αλιά, which fr syn αλί, extended in -α perh after nouns like συφορά (e.g. συφορά μου!) δυστυχιά etc]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλιάδα η [aláδa] Ο25α : σκορδαλιά που γίνεται με πατάτα.

[ίσως παλ. βεν. *aliada (πρβ. βεν. agiada, ιταλ. agliata)]

[Λεξικό Κριαρά]
αλιάδα η.
  • Σκορδαλιά:
    • (Φορτουν. B´ 319).

[<βεν. agiada - ιταλ. agliada. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλιάδα [aljá∂a] η, region.
  • garlic sauce (prepared in a mortar w. bread crumb:
    • φάγαμε μπακαλιάρο με ~ |
    • έφαγες ~ και μυρίζεις σκόρδο

[fr LMG αλιάδα (through a NIt form where -- stands for -t-) fr It agliata ← LLat *ali*atum]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλιάετος ο [aliáetos] Ο20 : μεγάλο αρπακτικό πτηνό, ο αετός των θαλασσών· θαλασσαετός.

[λόγ. < αρχ. ἁλιάετος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλιάετος [aljáetos] ο, (& αλιαετός) (L) zoo
  • sea eagle, an eagle of the genus Haliaetus, usu Haliaetus albicilla, white tailed sea eagle; also the osprey Pandion haliaetus:
    • αλλού ο θαλάσσιος αετός, ο ~ και το δελφίνι (Papatsonis)

[fr AG ἁλιάετος]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αλιάκμονας [aliákmonas] ο, gen Aλιάκμονα (& L Aλιάκμων) geogr
  • river in Macedonia:
    • στις όχθες του Αλιάκμονα |
    • κοιλάδα του Αλιάκμονα |
    • τον Αλιάκμονα, που κυλιέται νωθρός και θολός κάτω από το μακρουλό σιδερένιο του γεφύρι (Panagiotop)

[fr AG ^Aλιάκμων]

[Λεξικό Κριαρά]
αλιακός, επίθ.
  • Θαλασσινός:
    • κεφαλήν ιχθύος αλιακού (Ιατροσόφ. 5910).

[<αρχ. ουσ. αλς (γεν. αλός) + κατάλ. ιακός. Το θηλ. και το ουδ. ως ουσ. τον 9.-10. αι. (DGE)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλιάνιστος -η -ο [alánistos] Ε5 : που δεν είναι λιανισμένος, που δεν τον έχουν κόψει σε μικρά κομμάτια: Tο αρνί / το κρέας είναι αλιάνιστο.

[α- 1 λιανισ- (λιανίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες