Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλητόπαιδο το [alitópeδo] Ο41 : αλητάκι1.
[αλήτ(ης) -ο- + παιδ(ί) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλητόπαιδο [alitópe∂o] το,
- street-boy, street-urchin, vagabond youngster, mudlark, wastrel (syn παιδί του δρόμου, αλάνι, μορτάκος, χαμίνι):
- αλητόπαιδα waifs and strays |
- αλητόπαιδα, γενικώς παραστρατημένα παιδιά |
- τα τολμηρά αλητόπαιδα τρεμουλιάζουν με τα χέρια στις τσέπες μέχρι τριγμού των δοντιών (Melas) |
- μέσα σε μια μάντρα ... κοιμόντανε καμιά δεκαριά αλητόπαιδα (Nakou) |
- τα αλητόπαιδα του είχανε κολλήσει ένα παρατσούκλι |
- τον φωνάζανε "γέρο" (id.) |
- αλητόπαιδα κυκλοφορούσαν κοπαδιαστά, αγριεμένα, έτοιμα να χυμήξουν όπου θα 'βρισκαν τρόφιμα (Theotokas) |
- βέβαια κ' είναι ενοχλητικές οι διαδηλώσεις των αλητόπαιδων και των αγυιοπαίδων στους δρόμους (Christidis) |
- υπήρξε ανάγκη δημιουργίας αλητοπόλεων, για να στεγασθούν αυτά τα διάφορα αλητόπαιδα (IDeligiannis)
[cpd w. παιδί]
- street-boy, street-urchin, vagabond youngster, mudlark, wastrel (syn παιδί του δρόμου, αλάνι, μορτάκος, χαμίνι):